τελειοποιήσιμος

τελειοποιήσιμος
η , ο [ος , ον ] поддающийся усовершенствованию

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τελειοποιήσιμος" в других словарях:

  • τελειοποιήσιμος — η, ο, Ν δεκτικός τελειοποίησης, αυτός που μπορεί να τελειοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελειοποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Π. Βράιλα Αρμένη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»